Φερμά, Πιερ ντε– — (Fermat, Μπομόν ντε Λομάν 1601 – Καστρ 1665). Γάλλος μαθηματικός. Αν και υπήρξε νομομαθής και δικαστής στην Τουλούζη, όπου έζησε πολλά χρόνια, είναι γνωστός ως ένας από τους ιδρυτές των νεότερων μαθηματικών. Φίλος του Ντεκάρτ, με τον οποίο… … Dictionary of Greek
φέρματα — φέρμα that which is borne neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φέρματι — φέρμα that which is borne neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηχανική — Επιστήμη που μελετά την κίνηση και την ισορροπία των σωμάτων. Ανάλογα με τον τομέα έρευνας και με τις αρχές στις οποίες βασίζεται η έρευνα αυτή, διακρίνονται μία κλασική μ. (ή απλώς μ.), μία σχετικιστική μ. και μία κβαντική μ. Οι νόμοι της… … Dictionary of Greek
Πυθαγόρας — I Έλληνας φιλόσοφος και μαθηματικός (Σάμος 585 – 565 π.Χ. – ; Μεταπόντιον 500; π.X.). Αναγκάστηκε να φύγει από την πατρίδα του εξαιτίας ίσως της τυραννίας του Πολυκράτη, και πήγε στη Μεγάλη Ελλάδα και στον Κρότωνα όπου, κατά το 530, ίδρυσε τη… … Dictionary of Greek
φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… … Dictionary of Greek
αναλυτική γεωμετρία — Με τον όρο αυτό νοείται το σύνολο των μεθόδων που επιτρέπουν συστηματικά τη μετάφραση γεωμετρικών προβλημάτων σε προβλήματα αναλυτικά και, σε συνέχεια, τη γεωμετρική παράσταση των αποτελεσμάτων, τα οποία προκύπτουν. Ως θεμελιωτές της α.γ.… … Dictionary of Greek
Γουάιλς, Άντριου Τζον — (Andrew John Wiles, Κέιμπριτζ 1953 –). Άγγλος μαθηματικός. Αποφοίτησε το 1974 από το κολέγιο Μέρτον της Οξφόρδης και έλαβε το διδακτορικό του δίπλωμα το 1980 από το Κέιμπριτζ, για την εργασία του στις ελλειπτικές καμπύλες. Συνέχισε τις… … Dictionary of Greek
bher-1 — bher 1 English meaning: to bear, carry Deutsche Übersetzung: “tragen, bringen” etc (also Leibesfrucht tragen; med. “ferri”), also “aufheben, erheben” Grammatical information: The root bher , forms the exceptional both themat. and… … Proto-Indo-European etymological dictionary
беремя — также бремя, цслав.; беременная, др. русск. беремѩ, блр. беремо ноша , ст. слав. брѣмѩ, ене (Супр.), болг. бреме, сербохорв. бре̏ме, словен. breme, чеш. břimě, польск. brzemię, в. луж. brěmjo, н. луж. brěme. От *berǫ (см. беру), древнее… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера